φρενάρω

φρενάρω
Ν
πατώ φρένο, τροχοπεδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρένο + ρηματ. κατάλ. -άρω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φρενάρω — φρενάρω, φρέναρα και φρενάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φρενάρω — (λ. ιταλ.), φρενάρισα και φρέναρα, μτβ. και αμτβ., πατώ το φρένο, σταματώ με το φρένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρενάρισμα — το, Ν [φρενάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φρενάρω, τροχοπέδηση …   Dictionary of Greek

  • πεδώ — άω / πεδῶ, άω ΝΜ, πεδῶ, όω Α [πέδη] (ιδίως για τα πόδια) δεσμεύω, δένω με δεσμά νεοελλ. αρχ. επιβραδύνω ή ανακόπτω εντελώς την κίνηση μιας μηχανής χρησιμοποιώντας πέδη, κρατώ κάτι ακίνητο, σταματώ, φρενάρω αρχ. 1. στερεοποιώ κάτι 2. μτφ. (για… …   Dictionary of Greek

  • τρομπάρισμα — και τρουμπάρισμα, το, Ν άντληση με τη χρήση τρόμπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρομπάρω / τρουμπάρω + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω), πρβλ. φρενάρω: φρενάρισμα] …   Dictionary of Greek

  • τροχοπεδώ — Ν [τροχοπέδη] επιβραδύνω ή σταματώ την κίνηση τροχού με τη χρήση τροχοπέδης, φρενάρω …   Dictionary of Greek

  • φερμάρω — Ν 1. παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με προσοχή, ανιχνεύω, ιχνηλατώ 2. βάζω τροχοπέδη, τροχοπεδώ, φρενάρω 3. μτφ. ενεδρεύω, καραδοκώ 4. (το β εν. προστ.) φέρμα (ως παράγγελμα σε οδηγό οχήματος) σταμάτα, στοπ! [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fermare «σταματώ,… …   Dictionary of Greek

  • φρεναριστός — ή, ό, Ν αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση πέδησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρενάρω + κατάλ. ιστός (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • τροχοπεδώ — τροχοπέδησα, τροχοπεδήθηκα, τροχοπεδημένος, επιβραδύνω την κίνηση τροχού με τροχοπέδη (βλ. λ.), φρενάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”